< اَلْمَزَامِيرُ 21 >
لِإِمَامِ ٱلْمُغَنِّينَ. مَزْمُورٌ لِدَاوُدَ يَارَبُّ، بِقُوَّتِكَ يَفْرَحُ ٱلْمَلِكُ، وَبِخَلَاصِكَ كَيْفَ لَا يَبْتَهِجُ جِدًّا! | ١ 1 |
«Εις τον πρώτον μουσικόν. Ψαλμός του Δαβίδ.» Κύριε, εν τη δυνάμει σου θέλει ευφραίνεσθαι ο βασιλεύς· και πόσον θέλει υπεραγάλλεσθαι εν τη σωτηρία σου.
شَهْوَةَ قَلْبِهِ أَعْطَيْتَهُ، وَمُلْتَمَسَ شَفَتَيْهِ لَمْ تَمْنَعْهُ. سِلَاهْ. | ٢ 2 |
Την επιθυμίαν της καρδίας αυτού έδωκας εις αυτόν, και της αιτήσεως των χειλέων αυτού δεν εστέρησας αυτόν. Διάψαλμα.
لِأَنَّكَ تَتَقَدَّمُهُ بِبَرَكَاتِ خَيْرٍ. وَضَعْتَ عَلَى رَأْسِهِ تَاجًا مِنْ إِبْرِيزٍ. | ٣ 3 |
Διότι προέφθασας αυτόν εν ευλογίαις αγαθότητος· έθεσας επί την κεφαλήν αυτού στέφανον εκ καθαρού χρυσίου.
حَيَاةً سَأَلَكَ فَأَعْطَيْتَهُ. طُولَ ٱلْأَيَّامِ إِلَى ٱلدَّهْرِ وَٱلْأَبَدِ. | ٤ 4 |
Ζωήν σε εζήτησε, και έδωκας εις αυτόν μακρότητα ημερών εις αιώνα αιώνος.
عَظِيمٌ مَجْدُهُ بِخَلَاصِكَ، جَلَالًا وَبَهَاءً تَضَعُ عَلَيْهِ. | ٥ 5 |
Μεγάλη η δόξα αυτού διά της σωτηρίας σου· τιμήν και μεγαλοπρέπειαν έθεσας επ' αυτόν.
لِأَنَّكَ جَعَلْتَهُ بَرَكَاتٍ إِلَى ٱلْأَبَدِ. تُفَرِّحُهُ ٱبْتِهَاجًا أَمَامَكَ. | ٦ 6 |
Διότι έθεσας αυτόν ευλογίαν εις τον αιώνα· υπερεύφρανας αυτόν διά του προσώπου σου.
لِأَنَّ ٱلْمَلِكَ يَتَوَكَّلُ عَلَى ٱلرَّبِّ، وَبِنِعْمَةِ ٱلْعَلِيِّ لَا يَتَزَعْزَعُ. | ٧ 7 |
Διότι ο βασιλεύς ελπίζει επί τον Κύριον, και διά του ελέους του Υψίστου δεν θέλει σαλευθή.
تُصِيبُ يَدُكَ جَمِيعَ أَعْدَائِكَ. يَمِينُكَ تُصِيبُ كُلَّ مُبْغِضِيكَ. | ٨ 8 |
Η χειρ σου θέλει ευρεί πάντας τους εχθρούς σου· η δεξιά σου θέλει ευρεί τους μισούντάς σε.
تَجْعَلُهُمْ مِثْلَ تَنُّورِ نَارٍ فِي زَمَانِ حُضُورِكَ. ٱلرَّبُّ بِسَخَطِهِ يَبْتَلِعُهُمْ وَتَأْكُلُهُمُ ٱلنَّارُ. | ٩ 9 |
Θέλεις κάμει αυτούς ως κάμινον πυρός εν τω καιρώ της οργής σου· ο Κύριος θέλει καταπίει αυτούς εν τω θυμώ αυτού· και πυρ θέλει καταφάγει αυτούς.
تُبِيدُ ثَمَرَهُمْ مِنَ ٱلْأَرْضِ وَذُرِّيَّتَهُمْ مِنْ بَيْنِ بَنِي آدَمَ. | ١٠ 10 |
Θέλεις αφανίσει από της γης τον καρπόν αυτών, και το σπέρμα αυτών από των υιών των ανθρώπων.
لِأَنَّهُمْ نَصَبُوا عَلَيْكَ شَرًّا. تَفَكَّرُوا بِمَكِيدَةٍ. لَمْ يَسْتَطِيعُوهَا. | ١١ 11 |
Διότι εμηχανεύθησαν κακά εναντίον σου· διελογίσθησαν βουλήν, αλλά δεν ίσχυσαν.
لِأَنَّكَ تَجْعَلُهُمْ يَتَوَلَّوْنَ. تُفَوِّقُ ٱلسِّهَامَ عَلَى أَوْتَارِكَ تِلْقَاءَ وُجُوهِهِمْ. | ١٢ 12 |
Διά τούτο θέλεις κάμει αυτούς να τρέψωσι τα νώτα, όταν επί τας χορδάς σου ετοιμάσης τα βέλη σου κατά του προσώπου αυτών.
ٱرْتَفِعْ يَارَبُّ بِقُوَّتِكَ. نُرَنِّمْ وَنُنَغِّمْ بِجَبَرُوتِكَ. | ١٣ 13 |
Υψώθητι, Κύριε, εν τη δυνάμει σου· θέλομεν υμνεί και ψαλμωδεί την δύναμίν σου.